|
η эстонка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эстонка? — Εσθονή как с (ново)греческого переводится слово Εσθονή? — эстонка — οκτάτομος — χειμαρρώδης — αμπορμπέριστος — νημάτωμα — δάκριο — φλεβοτομία — παλινωδία — λιγόστεμα — ανάπλευση — νεκρομαντείο — καρδιοπονώ — μεταφυτευτός — μουντζούρωμα — κοττήσιος — δασύφυλλος — κουτρουβαλιάζω — λιμώττω — μεσόπλευρος — εικονολατρία — ποιμαίνω — εκπλειστηριάζω |
|||