|
II см. δέν #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δέ? — — μερακλήδικος — επιδρώ — λαιλαπώδης — μοναχισμός — αθεάτριστος — λευκο- — βαθμιαίος — χαλκευτήριον — συμμιγάς — αγωνιστική — βδελύσσομαι — ξεροκέφαλος — φιλαναγνώστρια — ξεχειμωνιάζω — ψυχωτικός — ωκεανολογία — ανακλίνω — ψωροβότανο — αφροντισιά — μπέϊκος — αλσώδης |
|||