καθεδρικός

формы словаβ
καθεδρικός
кафедральный;
          ~ ναός — кафедральный собор



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово кафедральный? — καθεδρικός
как с (ново)греческого переводится слово καθεδρικός? — кафедральный


ογκομετρικόςσκυλομούτσουνοςΚαυκάσιοςκράξιμοπυοδερμίτιδαγονατάωμέσπιλονσυγγενικάσυμπεθερικόςσαλόςπαραφωνάζωιεροκρατικόςμύαυτοδιοίκησηνεκροπομπόςστεναχώριαανεμοδέρνομαιμινουέττογιουχαρίζωκεδρίεύκολα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit