|
η вьюк #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вьюк? — αβασταγή как с (ново)греческого переводится слово αβασταγή? — вьюк — πλινθοποιείο — ακουλλούριαστος — νερολαδιά — ασεβης — ψυχασθενής — αβύζαγος — πηγούνι — αμμάτισμα — σμήνος — χηνάκι — προστυχόκοσμος — μπόλια — εξοδιάστρα — φωταγώγηση — οχυρώνω — αποστήθιση — χριστόπιττα — αμνάδα — μαϊμούδισμα — αντιλάμπω — αρχοντάνθρωπος |
|||