Новогреческий словарь
διαφώσκω
διαφώσκω
уст.
просвечивать, проглядывать
;
~ει η ημέρα — светает
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
просвечивать
? —
διαφώσκω
как на
(ново)греческом
будет слово
проглядывать
? —
διαφώσκω
как с
(ново)греческого
переводится слово
διαφώσκω
? — просвечивать, проглядывать
#
(ново)греческий словарь
—
κλαρινέτο
—
κανταδόρικος
—
αλπότρυπα
—
προσφυγή
—
περιτονίτης
—
Ωκεανίδες
—
ταχυκινησία
—
διαρρηκτός
—
εθνικισμός
—
ομοιοτέλευτο
—
λευκοσιδηρουργείο
—
φέσι
—
εκτελωνίζω
—
γιορντανάτος
—
αφαρμάκευτος
—
λαμπαδηδρομία
—
επιπλαρισμένος
—
σαπιοκωλάκιας
—
μπογάζι
—
επαΐοντες
—
πλειστηρίαση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,