|
παθ. αόρ. от βρίσκω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βρέθηκα? — — λυκιδεύς — αφηγκράζομαι — δάρμα — ατράνταγος — λιβαδερό — συνημμένα — ανυποθήκευτος — Προμηθεύς — χειρουργός — αναλυτικός — χρονολογώ — ευθειογενής — αλλοπαρμένος — μονώνω — χαύνος — λιστρώνω — ηπατίτιδα — ρουτινιέρικος — χυμώδης — τράπουλα — άγνωστος |
|||