|
одинокий; ~ο δέντρο — одинокое дерево #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово одинокий? — ξεμοναχιασμένος как с (ново)греческого переводится слово ξεμοναχιασμένος? — одинокий — εξαγώγιμος — διήμερο — ζαχαρολεμονιά — αυτοτιμωρία — σφαλνάω — χολώνω — αγοραστικός — ολοκληρωτικώς — πρωτοποριακότητα — σταχωμένος — αναστιγματίζω — ξεροκόμματο — λειωμένος — χηλόποδα — ιρακινός — σωληνώδης — ροκάνισμα — ανθρωποσωστικός — μανωμένος — ψυχοαναληπτικός — γυρωτικός |
|||