|
μετ. : τό (или τά) ~ — см. τό или τά παρακά(μ)νω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово παραξεκοντακιάζω? — — ακαλαίσθητα — σχάζω — αποθαλάσσωση — ανασκέλιασμα — παρακλάδι — διαφοροτρόπως — τάζω — σανό — δημεγερσία — αλευράδικο — ευλογιάρης — παραγγέλλω — συσκευή — υφαντική — εξωθώ — καμιόνι — πεθερούλης — μνημόσυνο — βλάσφημος — ιερείον — μακρόχρονος |
|||