παραξεκοντακιάζω

формы словаβ
παραξεκοντακιάζω
μετ. :
          τό (или τά) ~ — см. τό или τά παρακά(μ)νω



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово παραξεκοντακιάζω? —


ακαλαίσθητασχάζωαποθαλάσσωσηανασκέλιασμαπαρακλάδιδιαφοροτρόπωςτάζωσανόδημεγερσίααλευράδικοευλογιάρηςπαραγγέλλωσυσκευήυφαντικήεξωθώκαμιόνιπεθερούληςμνημόσυνοβλάσφημοςιερείονμακρόχρονος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit