Новогреческий словарь
παραξεκοντακιάζω
παραξεκοντακιάζω
μετ. :
τό (или τά) ~ — см. τό или τά παρακά(μ)νω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
παραξεκοντακιάζω
? —
#
(ново)греческий словарь
—
επέλευσις
—
ψητός
—
εμπεταστής
—
επιλησμοσύνη
—
βιβλιεμπόριο
—
κλαυθμών
—
αναθέρμανση
—
πολυγράφος
—
ταινιοειδής
—
αθάμαχτος
—
δηλωτικό
—
κηδεμονικός
—
παρέβην
—
δισταγμός
—
γαϊδουροκυλίστρα
—
αντισφαίριση
—
αρχιχρονιά
—
παραληρώ
—
χυμευτός
—
γκαντίρικο
—
βιβλιστής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве