|
η 1) глупость; 2) безумие #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово глупость? — κουζουλάδα как на (ново)греческом будет слово безумие? — κουζουλάδα как с (ново)греческого переводится слово κουζουλάδα? — глупость, безумие — απόνοχτος — πλευρά — παραλαλώ — γαρμπινός — απειροκαλία — εξανθράκωση — ψωριάρικος — καταχρεώνομαι — δαφνοστολίζω — ομματίδιον — αποδυναμώνομαι — απανωταριά — κερατάκι — δίχροος — χλωράδα — γκρεμιστής — γριτζανίζω — υπερσίτιση — εκδορέας — σχόλασμα — ανεμοδουλειά |
|||