|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μάντιλο? — — ξεσκαλώνω — στρώση — τσομπάνισσα — φωτέϊγ — πολυσαρκία — νουμιδή — αλεπτολόγητος — ακροπελαγιά — σπιούνος — ιερωσύνη — παραλειπόμενα — συμμετοχικός — φατσούλα — γλυκόλογο — φαινόμενο — διαπεραστός — διεθνώς — μαζεύομαι — κούμπωμα — παλάσκα — ακτινογραφώ |
|||