|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λεπιδόπτερα? — — επίπεδο — παραφυάδα — ρωμανικός — τρωγλωδύτισσα — πυκνοκατοίκητος — διακόνεμα — λογοτέχνισσα — κνύζα — μιλτόχρους — μεσιτεία — σουρωμένος — ισάδα — διαπυρώνω — βούτημα — χαλκεύς — δημοδιδασκαλείο — φυγομαχία — αθάνατος — ακακολόγητος — χεροπάνι — υπερχειλίζω |
|||