|
ο тех. пробка, затычка, втулка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пробка? — εμφρακτήρας как на (ново)греческом будет слово затычка? — εμφρακτήρας как на (ново)греческом будет слово втулка? — εμφρακτήρας как с (ново)греческого переводится слово εμφρακτήρας? — пробка, затычка, втулка — νυχτικό — ζωννύω — γαλαροκοπή — ταλαντευόμενος — στιχοποιώ — ραφτάδικο — γραφειοκρατία — πολυκερδώς — μεταρρυθμιστής — καταβόλευμα — απυρηνικός — λίβανος — βαμβακάκι — μουντζούρωμα — θραύω — ξεψείριασμα — νιόβλαστος — επιβιβάζομαι — εντόπιος — ακρίς — αυτοκριτικός |
|||