|
η муз. корнет #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово корнет? — κορνέττα как с (ново)греческого переводится слово κορνέττα? — корнет — ποικιλόμορφος — μηκύνω — αργατολογώ — επιστασία — εγγράφως — καταραμένος — ενεχυροδανειστής — μεμβράνη — μετεξέταση — εξονυχιστικός — πολύανδρος — πολυμορφικά — δακτυλικός — στενοχωρούμαι — επιμελητεία — ακτινοθεραπεία — γνεψιά — αντανακλαστήρας — γραμματικός — μουσκετάρισμα — νοτερός |
|||