|
το лодырничанье, бездельничанье #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лодырничанье? — ρεμπέλιασμα как на (ново)греческом будет слово бездельничанье? — ρεμπέλιασμα как с (ново)греческого переводится слово ρεμπέλιασμα? — лодырничанье, бездельничанье — ηνωμένος — αραχνόφαντος — λιποβαρές — οδονταλγία — πάντα — καρκινοφοβία — στρατηγική — νωρίτερα — χιονόμετρο — λάρναξ — αναβλαστάνω — θεράπευση — καλορίζικα — αντρειεύομαι — καλοπροαίρετος — τσιγκογραφία — αγριομούτσουνος — επιφυλαχτικός — κρατικοποίηση — ανθηση — παραθαρρεύω |
|||