|
το изящная (чаще деревянная) вещь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово изящная вещь? — λεπτούργημα как с (ново)греческого переводится слово λεπτούργημα? — изящная вещь — ηγετικός — κηροποιείο — θερμοχωρητικότης — ατρύπωτος — ερμητικότητα — γιαπί — κρύψιμο — ἀκάϊον — χωροστάθμη — κόμισσα — θεμελιώτρια — ξόρκισμα — ακλησίαστος — κολποκήλη — ανταλλαγή — δονζουύν — σέρζ — εμμηνοπαυσιακός — εξεπίτηδες — προξενείο — εβγαίνω |
|||