|
1) прямо в лицо; 2) анфас #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прямо в лицо? — κατενώπιον как на (ново)греческом будет слово анфас? — κατενώπιον как с (ново)греческого переводится слово κατενώπιον? — прямо в лицо, анфас — νευροπαθολόγος — εξαμερικανισμός — ψυχαγωγικός — νεοδύμιον — χοιρομάνδρι — ήχος — κοσμολόγητος — αισθητισμός — τύχη — υποκινώ — αναδημοσιευμένος — αποκωδικοποιητής — κουτρουβαλιάζω — λουστρίνι — αληθολογία — υποστηριχτής — συμπαραστάτης — καλλιεπής — πρωτοξείδιο — σωτήριος — άχ |
|||