Новогреческий словарь
εισπνέω
εισπνέω
(αόρ. εισέπνευσα)
вдыхать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
вдыхать
? —
εισπνέω
как с
(ново)греческого
переводится слово
εισπνέω
? — вдыхать
#
(ново)греческий словарь
—
διαφερόντως
—
υποκριτής
—
εμβολιαστικός
—
επτάστιχον
—
διλεττάντης
—
ορυκτολογία
—
απρόσθετος
—
επισιτίζω
—
μετάπτωση
—
Αμερικάνα
—
μακέλεμα
—
σεβρό
—
προστάτιδα
—
καταχτώ
—
ελκυστήρας
—
δυσχέρεια
—
λέγομαι
—
βλαστάνω
—
αρχοθήρας
—
ανωφερειακός
—
θαλπωρή
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве