|
το 1) лента (для волос); 2) мед. бандаж; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лента? — ανάδημα как на (ново)греческом будет слово бандаж? — ανάδημα как с (ново)греческого переводится слово ανάδημα? — лента, бандаж — καλομεταχείριση — μονόλιθος — αγκλούτσα — παράπλους — νεοπλουτισμός — τουαλέτα — κερασόχρους — ευελιξία — ανασκολόπιση — κιτρινάδι — λογοκλόπος — αντασφαλιστικός — εξορκιστής — αιματόρροια — παίζομαι — μοσχοπεπονιά — θρούβαλο — πυρηνελαιουργείο — βρυσά — σύναπαντάω — ελαιέμπορος |
|||