|
относящийся к экономической науке #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово относящийся к экономической науке? — οικονομολογικός как с (ново)греческого переводится слово οικονομολογικός? — относящийся к экономической науке — κακομοιριασμένος — αξεφύτρωτος — κουνουπάκι — επαλλάσσων — Αυστριακή — βεζικάντι — έκκόκκιση — αναλογική — ενωμένος — δεκοχτούρα — πρωθυπουργός — κολυμβητικός — ιθύνοντας — πλανώ — αβασταγή — ενδοπλευρικός — σκληρά — παραλίδισσα — συρρέω — αεροβάτης — αβομβάρδιστος |
|||