|
покрывать голову платком, шалью и т. п. #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово покрывать голову платком? — μαντηλώνω как с (ново)греческого переводится слово μαντηλώνω? — покрывать голову платком — γαμπρός — ένσημος — σοροπιάζω — φωτοαναγνώριση — αρρενογονικός — λασπομαχία — εφορεύω — αυλάκιον — κλαδί — ερινεάζω — ομβρέλλα — χαμογελάω — νεφελώδης — ψυχραιμία — φαινόμενο — αυτοκρατορισμός — κουδουνατος — ρεαλισμός — καταμετρητικός — απολεσθείς — μακροπροθέσμως |
|||