|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ταχύπλοο? — — μαστοφόρα — εκμεταλλεύτρια — τρεμούλιασμα — αχρόνος — φοβέρισμα — πολυφίλητος — ευαισθητοποίηση — αλειμματοδοχείο — φιμός — καρδιοκατακτητής — προπομπός — άκλητος — μιλιγκράμ — μπαλαούρος — προεξάγω — απόλυση — νεραϊδοπαίρνω — ανθενωτικός — πρεσβεία — άφωτα — ιστιολόγιο |
|||