|
внутривенный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово внутривенный? — ενδοφλεβικός как с (ново)греческого переводится слово ενδοφλεβικός? — внутривенный — πανεράς — αδικιάρισσα — σουγιάς — αμνηστεύω — καλοκαιριάτικος — επιχρίω — τρακτερωτός — προνύμφη — ταπώνω — πιπεριά — νομάτισμα — βάϊο — βαραθρώνω — τρακατρούκα — αποδεχτός — ίσαμε — οδοιπορώ — ασφαλιστήριος — εναυσματοδόκη — Παρασκευή — οπλοβομβιστής |
|||