|
τα 1) наследственные имения; 2) предки #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово наследственные имения? — πατρογονικά как на (ново)греческом будет слово предки? — πατρογονικά как с (ново)греческого переводится слово πατρογονικά? — наследственные имения, предки — πετηνός — ληνοπατητής — νέγρικος — χαζομούνα — ταχυδρομικά — ολέτης — απιοειδής — αληθοέπεια — αστέγνωτος — επονείδιστος — απατίκωτος — σοκολατένια — ασφαλτοστρώνω — σφυρίχτρα — λεκανοπέδιο — σκαταδίωχτος — κατοβλητικός — εικονομάχος — γουφάρι — κακοσυνηθίζω — μαυρισμένος |
|||