Новогреческий словарь
συμφωνητικός
συμφωνητικός
договорный
;
~ές υποχρεώσεις — договорные обязательства
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
договорный
? —
συμφωνητικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
συμφωνητικός
? — договорный
#
(ново)греческий словарь
—
χειροτέχνης
—
βουρτσίζω
—
μυτάρα
—
ηχοεντοπισμός
—
τελειώνω
—
αταλαιπώρητος
—
μονάζω
—
πλώρη
—
εμπρέπει
—
συνήγορος
—
οικονομολογικός
—
κελλάρι
—
πλατύς
—
εμπορευματοκιβωτιοφόρο
—
συμμετέχων
—
καταγραφή
—
επιρρηματικός
—
ζώδιο
—
μειωτικός
—
κοινωνιολογικός
—
εβδομήντα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве