Новогреческий словарь
σκανδιναυικός
σκανδιναυικός
скандинавский
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
скандинавский
? —
σκανδιναυικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
σκανδιναυικός
? — скандинавский
#
(ново)греческий словарь
—
εξουσία
—
επιμέλεια
—
καμηλόδερμα
—
αμμοκονίαση
—
επαινετήριος
—
οστεοβλάσται
—
άψυχος
—
ληκτικός
—
αβάντα
—
Έσπερος
—
καρδάρι
—
αντανακλαστικό
—
ξηραίνομαι
—
βδομαδιάτικο
—
ιλιγγιώ
—
μούρη
—
αργύρωμα
—
χτικιάρης
—
ποντικός
—
προθυμοποιούμαι
—
σβηστήρας
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве