|
ο, η дрессировщик медведей #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дрессировщик медведей? — αρκτοτρόφος как с (ново)греческого переводится слово αρκτοτρόφος? — дрессировщик медведей — λογοπαικτώ — παπιγιόν — επιβλαβώς — εμβόλιμος — βοτάνισμα — παγοπώλης — μητροσκόπηση — συμπαρατάσσω — φαλτσέτα — ναύλα — μαριονέττα — εθνοπρεπής — αλειπτικός — νύσσω — κοκκορετσάς — ψαρολογώ — απαγορεύσιμος — αντικομμουνιστικός — δυσκολία — τίκτομαι — ηχόχρωμα |
|||