|
ο, η палеонтолог #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово палеонтолог? — παλαιοντολόγος как с (ново)греческого переводится слово παλαιοντολόγος? — палеонтолог — κολακευτικά — φωτογένεια — απομωραίνομαι — γλυκόζωος — χρυσοπλούμιστος — πλακόστρωμα — εκμισθώνω — ζουρλομανδύα — βρωμόγλωσσος — γαμπριλίκι — διαμάχη — απολίτιστα — κουμάσι — γριφώδης — εξυγιάζω — μαρρόν — χρυσοκέντητος — αργυρόβουλο — γλυφούτσικος — ζωσμένος — ενδοφλεβίτις |
|||