Новогреческий словарь
αδιοχέτεοτος
αδιοχέτεοτ|ος
неотведённый
(о водах);
стоячий
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
неотведённый
? —
αδιοχέτεοτος
как на
(ново)греческом
будет слово
стоячий
? —
αδιοχέτεοτος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αδιοχέτεοτος
? — неотведённый, стоячий
#
(ново)греческий словарь
—
περγαμόντο
—
Σουηδός
—
απαριθμητής
—
δραματολογία
—
κοιμιστικός
—
πεντήκοντα
—
ιστορισμός
—
νοικιάζομαι
—
αλεξία
—
προδιατεθειμένος
—
εξίσχιος
—
σελιδούλα
—
σπηλαιολόγος
—
μονημερίτικος
—
καψούρα
—
βαρυντικός
—
πλατυ-
—
μικροπολιτική
—
λεμονάδα
—
ετοιμοθάνατος
—
πρωταθλήτρια
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве