|
успокаивать; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово успокаивать? — επαναπαύω как с (ново)греческого переводится слово επαναπαύω? — успокаивать — ρημοκκλήσι — ζευκτό — κλαδώνω — αντικλείδι — πατριώτις — ιεροδιδασκαλείο — καρμπονάρος — σιδηροπηγή — πραξικόπημα — παρτιζάνα — ενωτικό — παστίλλια — τεχνολόγος — περίπτυξις — πιρουνιάζω — ψυχαναλυτικός — κουρεμένος — ανάδρομα — ξυλοπερήφανος — δεκάρα — άκοπα |
|||