|
имеющий два отверстия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово имеющий два отверстия? — δίτρυτος как с (ново)греческого переводится слово δίτρυτος? — имеющий два отверстия — κωλοχανείο — προσθαλασσώνω — πλήμνη — επαρχώ — προσαύξημα — πυρηνώδης — χάραξη — ορυζάμυλο — παρακαταθέτω — ηλεκτροσυγκόλληση — περάτωση — σαρκολάβος — μόσε! — ξαναγαπώ — πνευματοθώραξ — Κυπριώτισσα — μονίτωρ — ξάζω — δεκεμβριστές — βροντερός — ανευθυνία |
|||