Новогреческий словарь
μαυρομάτης
μαυρομάτης
черноглазый
;
===
φασόλια ~ικα — маш (сорт тёмной фасоли)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
черноглазый
? —
μαυρομάτης
как с
(ново)греческого
переводится слово
μαυρομάτης
? — черноглазый
#
(ново)греческий словарь
—
μοσχοθυμίαμα
—
θερμόαιμος
—
περίγλυφος
—
ανεπίγνωστα
—
αναμοχλεύω
—
γυμνούμαι
—
ξετσίπωμα
—
νενομισμένος
—
ολίσθημα
—
αναβλητικώς
—
ασφάλιστος
—
επίμετρο
—
λειβαδοπέρδικα
—
ασβέστιος
—
ημίονος
—
ειρωνικός
—
νοώ
—
προσδόκιμα
—
δικαιοφανής
—
μαστρολογώ
—
φραγκικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве