Новогреческий словарь
υπέστην
υπέστην
αόρ. от υφίσταμαι
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
υπέστην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ογδοηκοντοετής
—
φασκελώνω
—
χαρτοπαικτικός
—
βρωμο-
—
μηκώνιο
—
παραληρηματικός
—
αμπερόμετρο
—
Εστία
—
παρεμβαίνω
—
εφτακοσάρα
—
μισθαρνώ
—
αλαφρογλυστρώ
—
χάλκευμα
—
αντικατοπτρίζω
—
τυχηρός
—
ελληνολατρία
—
αβουλησία
—
ακάμπιαστος
—
νηματώδης
—
σαφρίδι
—
έκκριμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве