Новогреческий словарь
ερωτύλος
ερωτύλ|ος
ο
влюбчивый человек
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
влюбчивый человек
? —
ερωτύλος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ερωτύλος
? — влюбчивый человек
#
(ново)греческий словарь
—
αλιπάστωση
—
μεθοδευμένος
—
ξαπερνώ
—
δυσεντερικός
—
φούτ-μπώλ
—
ηθογραφικός
—
τετράχρονος
—
μπάμπαλο
—
ξεπλανεύω
—
αιμορροφιλία
—
αγωνιώ
—
φρεσκογυαλισμένος
—
παρεπόμενος
—
αφοπλιστικός
—
επτάμηνον
—
πατριδογνωσία
—
παίζομαι
—
πυρπολητής
—
πυρπόληση
—
χαλβατζήδικο
—
ανοστιά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве