|
не подвергшийся гальванизации #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово не подвергшийся гальванизации? — αγαλβάνιστος как с (ново)греческого переводится слово αγαλβάνιστος? — не подвергшийся гальванизации — θεοφάνεια — μπονόρα — μετριοφροσύνη — αναφομοίωτα — πλουτοκρατικά — αντισυνταγματικός — γκαλάντης — τσέφλοιο — κοχλάζω — αχνοπρόσωπος — μπουκάρω — παιδολόγος — θεοδόλιχος — διπλοσάνιδο — μαλακομπούκωμα — απόπληκτος — γλυκολέϊμονο — οχταήμερος — εγκαρδιώνω — βλάχικος — |
|||