|
метрологический; ~ά γραφεία — метрологическое бюро #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово метрологический? — μετρονομικός как с (ново)греческого переводится слово μετρονομικός? — метрологический — κορνέττα — πλαγιοδρομώ — περιδιάβασμα — τσίμπημα — γκιούλι — πεντάκλωνος — ακριβολόγημα — γυμναστική — ετερότροπος — ασαρκίο — ξυλού — φετίχ — αβρότητα — ερημοσπίτης — αποσβολώνω — συνεργώ — αβλεπής — ασβεστοκονία — καπελλού — δεκαεπταετία — συνεχόμενος |
|||