Новогреческий словарь
ανοιχτάρι
ανοιχτάρι
το
ключ
(от замка)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ключ
? —
ανοιχτάρι
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανοιχτάρι
? — ключ
#
(ново)греческий словарь
—
προκαταβολικός
—
συσσωρευτικός
—
κυριακάτικος
—
καπόνι
—
ενάμισι
—
ασφαλτοστρώνω
—
πατριαρχία
—
αντιπαραθέτω
—
εκατονταετής
—
κυκλαμιά
—
οχεύω
—
ξεσκισμένη
—
οινοπνευμάτωσις
—
αμπελουργική
—
ζαφειρένιος
—
μύγα
—
αστένακτος
—
γερόντισσα
—
θάπτω
—
αμέ
—
αυγούλα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве