Новогреческий словарь
έζευξα
έζευξα
αόρ. от ζευγνύω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
έζευξα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
εδαφιστήριον
—
νοικοκυρεμένα
—
παιδαριώδης
—
ιεραπόστολος
—
διάναξη
—
αναμορφώνω
—
χούγιασμα
—
μάλλινος
—
κοπάνα
—
τετραψήφιος
—
ύβωμα
—
επαυξάνω
—
φανταχτός
—
δημοτικίζω
—
ποσαπλάσιος
—
ξενοπρεπής
—
ανερωτώ
—
ζεστούτσικος
—
καλόγνωμος
—
ραδιοσχολιαστής
—
κατηγορητήριο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве