Новогреческий словарь
αλατολόγος
αλατολόγ|ος
ο 1)
солонка
;
2)
мешок для соли
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
солонка
? —
αλατολόγος
как на
(ново)греческом
будет слово
мешок для соли
? —
αλατολόγος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αλατολόγος
? — солонка, мешок для соли
#
(ново)греческий словарь
—
ικανοποιητικός
—
στραμπούλισμα
—
χερσότοπος
—
ακυρώσιμος
—
σταφύλι
—
ταύρειος
—
μέταξα
—
οψιμάδα
—
πράξη
—
αφοπλίζω
—
προγύμνασμα
—
γλυκαναπαύομαι
—
πρύτανις
—
συννεφόκαμα
—
κρόμμυον
—
μισθοδοτούμαι
—
εργατικά
—
επιτρόπευση
—
λιμοκτονία
—
χαμογελάω
—
αριστεροσοσιαλιστικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве