|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μαλαστούπα? — — ασυνέχεια — συνδυάζω — απόστολος — εμπύρειον — γλωσσομάθεια — θανατοποινίτης — ψιλολόγημα — ναύλωση — κατής — φασισταράς — υπαίτιος — δεντροφύτεμα — δαιμονικός — σρυρτουκεύω — ξάνση — αλλαξοθωριάζω — υπόφραγμα — επιβίωση — έλεγχος — υπεργλυκαιμία — φυματιολογία |
|||