Новогреческий словарь
ομότιμος
ομότιμ|ος
равноценный
;
===
~ καθηγητής — профессор(__,__) ушедший на пенсию
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
равноценный
? —
ομότιμος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ομότιμος
? — равноценный
#
(ново)греческий словарь
—
ατομισμός
—
τερηδονίζομαι
—
ασυντηρησία
—
ρέω
—
δακτυλικά
—
σκάζω
—
διγνωμία
—
ακροβάτισσα
—
συλλαβιστά
—
τουλίπη
—
αρχίδας
—
πισωγύρισμα
—
αναχαίτισμα
—
φωνηεντόληκτος
—
εξειλιγμένος
—
άσκυφτος
—
χωροταξία
—
αλωπεκοειδή
—
στίχος
—
μολογώ
—
πνευματοκτός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве