Новогреческий словарь
εκσπερματώ
εκσπερματώ
физиол. физиол.
извергать семя
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
извергать семя
? —
εκσπερματώ
как с
(ново)греческого
переводится слово
εκσπερματώ
? — извергать семя
#
(ново)греческий словарь
—
προχειρογραμμένος
—
εμβρυομεμβράνα
—
σιτεμπορία
—
εξαρτισμός
—
αγγρίφι
—
μολυβδασφάλεια
—
λύμφη
—
σαρκοκάρπιο
—
ακατάλυτος
—
αχύλωτος
—
χαώδης
—
απαστράφτω
—
δειγματολήπτης
—
γρούμπος
—
χατιρικός
—
επιβεβλημένος
—
ρυτός
—
μιλλι-βόλτ
—
υποβίβαση
—
παραχαραγμένος
—
υδροδότηση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω