|
το церк. просфора #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово просфора? — πρόσφορο как с (ново)греческого переводится слово πρόσφορο? — просфора — σημειωτός — αγγλομανής — μεσονύκτιον — παραμελών — κόλπωμα — φεσώνομαι — αριστοκράτισσα — οληνυχτίς — διαβάλλομαι — πόντιση — κλάπα — διμηνίτικος — ψηφάω — υφαντουργίνα — σακκοβελόνη — κουλουράκι — λιόκλαρο — γερά — γαλακτισμός — κοπρόχωμα — βρύζα |
|||