|
το цыплёнок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово цыплёнок? — κλωσσόπουλο как с (ново)греческого переводится слово κλωσσόπουλο? — цыплёнок — ευγλωττία — ευθυγραμμίζω — εκείθενες — χρονικό — παρατατικός — περικόβω — αχώρητος — εκτελωνισμός — ανομιμοποίητος — προϋποθέτω — δεσποτικώς — γκαστρώνω — σκωπτικός — ροδάνι — επινοητής — μετεωρόλιθος — ταώνειος — φωσφατίδια — συνταγματικά — μωρουδέλι — ορατότητα |
|||
|