Новогреческий словарь
μοντερνιστής
μοντερνιστ|ής
ο иск.
модернист
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
модернист
? —
μοντερνιστής
как с
(ново)греческого
переводится слово
μοντερνιστής
? — модернист
#
(ново)греческий словарь
—
υποχείριος
—
ασκοτσάμπουνο
—
αποικοιμισμένος
—
ελέγξιμος
—
σπληνιώ
—
ενσταντανέ
—
λιθανθρακωρύχείο
—
κριθαρένιος
—
ανήκω
—
κοιμιστικός
—
στενοχωρέω
—
αγαλμάτινος
—
ρήχνω
—
φρόνηση
—
νομοθεσία
—
μονάκριβος
—
διαβαστερός
—
άρδευση
—
αναισχύντως
—
μεστωμένος
—
γέλιο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве