|
расплетать; распускать (вязанье) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово расплетать? — αντιπλέκω как на (ново)греческом будет слово распускать? — αντιπλέκω как с (ново)греческого переводится слово αντιπλέκω? — расплетать, распускать — ανάμεσος — τόπλες — αγγελοκάμωτος — επιβριθώς — οδοντωτός — αχάλαγος — εκπηγάζω — διαβολεμένος — βόριο — ανεξύπνητος — ερημίτης — αφιονόσπορος — παζάρι — ακριβολογία — σταδιομετρία — λευκοφόρος — αγαναχτώ — δρυοδεψία — εμπράγματος — αυτοσχεδίως — ανιχνευτός |
|||