|
ο знаток, специалист #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово знаток? — γνωριστής как на (ново)греческом будет слово специалист? — γνωριστής как с (ново)греческого переводится слово γνωριστής? — знаток, специалист — τσικλητάρα — ανθρωπισμός — πέλαγο — φυσομανώ — κιβούρι — παθαίνω — εξανάστροφα — εγγυώμαι — απομίμηση — πτερωτός — σεισμογραφία — ανυπόχρεως — βεργάδι — υλικότητα — κινησιολογία — λαδολέμονο — τρέμολο — πίκα — αοριστολογία — γιουρντάνι — πετσοκόμματο |
|||