Новогреческий словарь
ανάκαρα
ανάκαρα
η
сила
;
δέν έχω ~ νά... — [phrase]нет сил ...; нет мочи ... [/phrase] (разг.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сила
? —
ανάκαρα
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανάκαρα
? — сила
#
(ново)греческий словарь
—
μισανθρωπία
—
αγαλματοποιητική
—
γενειοφόρος
—
πασσαλείβομαι
—
πυλωρός
—
βαδιστός
—
καταξεραίνω
—
σουρεαλιστικός
—
πολυκτήμων
—
αργυρώνω
—
χαζεύω
—
ελεημοσύνη
—
δημογέροντας
—
διηγηματικά
—
ατσίμπητος
—
πυροσωλήνας
—
εκβρασμός
—
αρετσίνωτο
—
αφανίστρα
—
πλυντήρ
—
γαζέλλα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве