|
(αόρ. καταξέρανα, παθ. αόρ. καταξεράθηκα) 1. высушивать; 2. совершенно высыхать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово высушивать? — καταξεραίνω как на (ново)греческом будет слово совершенно высыхать? — καταξεραίνω как с (ново)греческого переводится слово καταξεραίνω? — высушивать, совершенно высыхать — πυρηνελαιουργία — βρογχοσκόπηση — εξανθηματώδης — σκιαζούρης — φθινόπωρο — ερημοκλησιά — συλλέκτρια — μελάνιασμα — γυμνό — πετρόψαρο — χνούδι — άσπονδος — δίγενος — τροχάδην — φραγκικός — παθιάζομαι — κάνω — κλεισούρα — παγίδευμα — αλεπουνουρά — νικητήριος |
|||