|
ο : προαντικειμενικός φακός — насадочная линза #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово προαντικειμενικός? — — νυμφίος — χημεία — χρονολογώ — τοιχωρυχος — τεμαχισμός — αγανοπλέκω — ατυχής — ενάργεια — ενανθράκωση — γίγνομαι — εναντιοφανής — ηλιοβασίλεμα — υλοζωιστής — πλαγκτός — βούτα — πρωτο- — ψυχρίτσα — ανθρωπολογικά — παθογνωμονικός — αστυφυλακή — απεριτείχιστος |
|||