Новогреческий словарь
επώκησα
επώκησα
αόρ. от εποικώ
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
επώκησα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
δροσοδάκρυ
—
γουδοχέρι
—
λιγόμυαλος
—
καλούπι
—
πετσετοθήκη
—
επτάπλευρος
—
τσιμπιά
—
βαλσάκι
—
παρομοιώνω
—
ξυλέμπορας
—
μισόγυμνος
—
κουκουλλιάζω
—
δερματολογία
—
επανάγω
—
αντιμεταθέτω
—
ευκολογνώριστος
—
φούλι
—
πρωτόκολλο
—
βασιλόπαις
—
βεργιά
—
πολεοδομική
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве